καταπάνω

καταπάνω
και καταπάνου και κατεπάνω (Μ καταπάνω και καταπάνου και κατεπάνω)
επίρρ. κατευθείαν επάνω
2. εναντίον κάποιου
3. σχετικά με κάτι ή με κάποιον («να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου τού λαού ετούτου», Σουμμ.)
4. (για εξουσία) πάνω σε κάποιον («αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους», Σουμμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + (ε)πάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπάνω — επίρρ. τοπ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του να τον χτυπήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπάνω — κατά , ἀπό ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg κατά , ἀπό ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεπάνω — και καταπάνω επίρρ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • κατεπιτρέχω — (Μ) 1. τρέχω καταπάνω, ορμώ εναντίον κάποιου 2. τρέχω, σπεύδω προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιτρέχω «ορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”