καταπάνω — επίρρ. τοπ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του να τον χτυπήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπάνω — κατά , ἀπό ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg κατά , ἀπό ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεπάνω — και καταπάνω επίρρ., εναντίον κάποιου: Όρμησε καταπάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
κατεπιτρέχω — (Μ) 1. τρέχω καταπάνω, ορμώ εναντίον κάποιου 2. τρέχω, σπεύδω προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιτρέχω «ορμώ»] … Dictionary of Greek